- (ε)ξορκίζω
- (ε)ξορκίζω(ε)ξόρκισα, (ε)ξορκίστηκα, (ε)ξορκισμένος, μτβ.1. ορκίζω κάποιον σε κάτι, τον βάζω να ορκιστεί σε κάτι ιερό ότι θα κάνει ή δε θα κάνει κάτι: Σ' εξορκίζω στην ψυχή της μάνας σου.2. απομακρύνω τα πονηρά πνεύματα με προσευχές, ιεροπραξίες ή μαγικά μέσα.3. απαγγέλλω ξόρκι ή (για ιερέα) διαβάζω ευχή σε άρρωστους ή άρρωστα μέλη του σώματος για να γιατρευτούν.4. φρ., «Ξορκισμένος να 'ναι (με τον απήγανο)», λέγεται για πράγματα ή για πρόσωπα ανεπιθύμητα ή για πονηρά πνεύματα.ξορκίζωξόρκισα1. βάζω κάποιον να πάρει όρκο.2. απομακρύνω κακό με τρόπο μαγικό ή με προσευχή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.